Περίληψη Πακέτο Εργασίας (ΠΕ) 2

Περίληψη Πακέτο Εργασίας (ΠΕ) 2

Περίληψη Πακέτο Εργασίας (ΠΕ) 2

Η υπόθεση του Πακέτου Εργασίας 2 (ΠΕ2) είναι να δημιουργήσει ένα ισχυρό υπόβαθρο όλων των διαθέσιμων πληροφοριών και δεδομένων για τα ξενικά υδρόβια είδη (NN) στις χώρες-στόχους που θα ανανεώνονται συνεχώς από τα αποτελέσματα που προκύπτουν από το ΠΕ2: μια ηλεκτρονική πλατφόρμα και μια βάση δεδομένων. Οι σχετικές εργασίες που πρέπει να εκπληρωθούν για την ολοκλήρωση της εφαρμογής του ΠΕ2 είναι (α) ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και έρευνα των κύριων υδάτινων ρευμάτων των Χωρών Εταίρων, (β) συνέντευξη με εκπροσώπους του κλάδου και ενδιαφερόμενα μέρη, (γ) ο συνδυασμός των ευρημάτων για την παραγωγή μιας διαδικτυακής πλατφόρμας, δ) δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων και (ε) πιλοτικές δοκιμές και αξιολογήσεις. Η περίληψη που παρουσιάζεται αναφέρεται στη βιβλιογραφική ανασκόπηση και έρευνα των κύριων υδάτινων ρευμάτων των Χωρών Εταίρων.

Οι πρωτοποριακές μελέτες για τα ξενικά ή μη αυτόχθονα είδη χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970. Έκτοτε, η παγκόσμια έρευνα στον τομέα αυτό έχει αναπτυχθεί ραγδαία. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η εισαγωγή των θαλάσσιων ξενικών ειδών μπορεί να συμβεί σκόπιμα ή τυχαία. Τα διαθέσιμα στοιχεία από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) δείχνουν ότι υπάρχουν περίπου 1.223  ξενικά είδη στις Ευρωπαϊκές θάλασσες, εκ των οποίων σχεδόν το 81% (1.039) καταγράφηκε την περίοδο 1949-2017. Η τάση για την εισαγωγή των ξενικών ειδών στη Μεσόγειο Θάλασσα κορυφώθηκε το 2000-2005, με περίπου 21 νέα είδη ετησίως. Οι κύριοι φορείς εισαγωγής ξενικών ειδών στη Μεσόγειο είναι (i) δραστηριότητες υδατοκαλλιέργειας (44 είδη, 41%), (ii) η Διώρυγα του Σουέζ (28 είδη, 26%), (iii) οι θαλάσσιες μεταφορές (17 είδη, 15% ), (iv) οι αλιευτικές δραστηριότητες (3 είδη, 3%) και (v) εμπόριο ειδών ενυδρείων (1 είδος 1%).

Η Βαλκανική Χερσόνησος, μια από τις παγκόσμιες εστίες/κέντρο βιοποικιλότητας, διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό ενδημικών ειδών ψαριών περιορισμένου εύρους στην Ευρώπη. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες από διάφορες Βαλκανικές χώρες έχουν αποκαλύψει ότι το 15%–23% της ιχθυοπανίδας του γλυκού νερού είναι ξενική, με λεκάνες απορροής, όπως ο ποταμός Δούναβης και η λίμνη Παμβώτιδα (Ελλάδα) με ιχθυοπανίδα που αποτελείται από περισσότερο από 50% και 80% ξενικά είδη ψαριών, αντίστοιχα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι εισαγωγές αφορούσαν κυρίως είδη της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας, ενώ το ενδιαφέρον για τα είδη από τη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη προέκυψε αργότερα. Συνολικά, 60 είδη ψαριών έχουν εισαχθεί στη Βαλκανική Χερσόνησο σκόπιμα, τυχαία ή με φυσική διασπορά. Οι πρώτες εισαγωγές στα εσωτερικά ύδατα τεκμηριώθηκαν τον 19ο αιώνα στη Βουλγαρία (δύο είδη), στην Κροατία (ένα είδος) και στη Σλοβενία ​​(τέσσερα είδη). Οι απογραφές ξενικών ειδών αποτελούν ένα θεμελιώδες πρώτο βήμα και ένα κρίσιμο εργαλείο για την εφαρμογή των σχετικών πολιτικών και την οριοθέτηση των προσεγγίσεων διαχείρισης. Αν και οι προσπάθειες διαχείρισης/πολιτικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των ξενικών και χωροκατακτητικών ειδών εντάθηκαν σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο, τέτοιοι κατάλογοι πρέπει να ενημερώνονται τακτικά και να παραμένουν ενημερωμένοι, καθώς το ποσοστό εισαγωγής νέων ξενικών ειδών παγκοσμίως δεν φαίνεται να εξισορροπείται. Η ένταξη περιγραφέων και δεικτών ξενικών ειδών στα μέσα πολιτικής έχει δημιουργήσει υποχρεώσεις αναφορών σε εθνικό επίπεδο (π.χ., βλ. Tsiamis et al., 2019) και πυροδότησε ένα κύμα επιστημονικής δραστηριότητας επικεντρωμένης στον εντοπισμό, την ποσοτικοποίηση, την εξερεύνηση και μετριασμό των επιπτώσεών τους. Επίσης, η Επιστήμη των Πολιτών (δηλαδή η εμπλοκή του κοινού στην παραγωγή επιστημονικών δεδομένων – McKinley et al., 2017) έχει αναδειχθεί ως ένας ισχυρός συντελεστής στην έγκαιρη ανίχνευση νέων ξενικών ειδών. Επιπλέον, η επιτήρηση των ήδη εισβολικών ειδών (Giovos et al., 2019) και οι νέες γενετικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται πιο τακτικά για την αποσαφήνιση των αβεβαιοτήτων σχετικά με την ταυτότητα των ειδών και τη γεωγραφική τους προέλευση (Bayha et al., 2017; Viard et al., 2019). Ως αποτέλεσμα, η χρονική καθυστέρηση μεταξύ της πρώτης ανίχνευσης ενός νέου ξενικού είδους και η δημοσίευση της αντίστοιχης καταχώρησης έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, σε μεγάλο βαθμό υποβοηθούμενη από την προθυμία των επιστημονικών περιοδικών να δημοσιεύσουν τέτοιες παρατηρήσεις βιοποικιλότητας.

Η Βαλκανική Χερσόνησος συνορεύει με την Αδριατική και το Ιόνιο Πέλαγος στα δυτικά, τη Μεσόγειο Θάλασσα στα νότια και το Αιγαίο, τον Μαρμαρά και τη Μαύρη Θάλασσα στα ανατολικά. Η μεγάλη βιοποικιλότητα των ειδών ψαριών είναι αποτέλεσμα της γεωλογικής και παλαιοκλιματικής ιστορίας της περιοχής και της γεωφυσικής ποικιλίας των εσωτερικών υδάτων. Οι κλιματικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της Βαλκανικής Χερσονήσου συμβάλλουν περαιτέρω σε αυτές τις βιογεωγραφικές διαφορές.

Η Αλβανία έχει υψηλό επίπεδο βιολογικής ποικιλότητας σε επίπεδο τοπίου, οικοσυστήματος και ειδών, αναλογικά με τη μικρή χερσαία της έκταση. Αυτή η ποικιλομορφία είναι το αποτέλεσμα (α) του μεγάλου εύρους κλίματος, υψομέτρου και γεωλογίας στην Αλβανία. β) τη θέση του στη διασταύρωση δύο μεγάλων βιογεωγραφικών ζωνών (Κεντρικής Ευρώπης και Μεσογείου)· (γ) η θέση του σε μια σημαντική διαδρομή μετανάστευσης πτηνών· (δ) της ακτογραμμής της στην Αδριατική και στο Ιόνιο πέλαγος· και (ε) μια πληθώρα οικολογικά διαφορετικών οικοσυστημάτων γλυκού νερού. Η Αλβανία είναι οικολογικά συνδεδεμένη με τις γειτονικές χώρες μέσω κοινών οικοσυστημάτων, ενδιαιτημάτων, λιμνών και ποταμών καθώς και μεταναστεύσεις πτηνών και θαλάσσιων οργανισμών. Μέχρι στιγμής, υπάρχουν 20 καταγεγραμμένα θαλάσσια χωροκατακτητικά ξενικά είδη (IAS). Αντιπροσωπεύουν διαφορετικές ταξινομήσεις όπως: Ροδόφυτα (4 είδη), Χλωρόφυτα (1 είδος), Φαιοφύκη (1 είδος), Σπερματόφυτα (1 είδος), Δακτυλιοσκώληκες (1 είδος), Δεκάποδα (3 είδη), Μαλάκια (5 είδη), και Ιχθύες (4 είδη). Χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικές μεθοδολογίες για την ταυτοποίηση των ξενικών ειδών στην Αλβανία. Ορισμένες από τις ταυτοποιήσεις έγιναν με άμεση δειγματοληψία των ατόμων ξενικών από τους ερευνητές. Σε άλλες περιπτώσεις, η συλλογή των δειγμάτων γινόταν από τους ψαράδες και η ταυτοποίηση και περιγραφή του είδους γινόταν αργότερα από τους επιστήμονες ή μέσω των προγραμμάτων Επιστήμης των Πολιτών, όπως «Σε ξενίζει…Μοιράσου το μαζί μας!!!» και «Τοπική Οικολογική Γνώση - ΤΟΓ».

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη (Β-Ε) είναι μια γεωμορφολογικά, υδρολογικά και κλιματικά ποικιλόμορφη χώρα, η οποία έχει οδηγήσει σε έντονη οικολογική ετερογένεια. Οι δημοσιευμένες εκθέσεις περιλαμβάνουν σχεδόν 5.100 αναγνωρισμένες κατηγορίες ανώτερων φυτών, γεγονός που υπογραμμίζει τον χλωριδικό της πλούτο και κατατάσσει τη χώρα μεταξύ των πλουσιότερων σε βιοποικιλότητα στην Ευρώπη. Αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από πολλά ενδημικά και εναπομείναντα είδη, ειδικά μεταξύ των ασπόνδυλων. Η πανίδα της Β-Ε χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη καταφυγίων και κέντρων ανάπτυξης και από την μοναδική πανίδα καρστικών πηγών, ορεινών χειμάρρων και φαραγγιών. Η ιχθυοπανίδα στη Β-Ε έχει διερευνηθεί σχετικά καλά. Υπάρχουν συνολικά 119 είδη ψαριών του γλυκού νερού. Η μεγαλύτερη ποικιλότητα αναγνωρίζεται στην οικογένεια Κυπρινιδών (26 γένη και 51 είδη) και Σολομονιδών (5 γένη και 8 είδη). Κατά τη διάρκεια της χλωριδικής έρευνας της περιοχής κατά μήκος του κάτω ρου του ποταμού Ούνα την άνοιξη του 2009, καταγράφηκαν 14 ξενικά χωροκατακτητικά είδη, τα οποία εξαπλώθηκαν κυρίως λόγω της μετάβασης από τις εκτεταμένες στις εντατικές γεωργικές πρακτικές. Η Β-Ε διαθέτει ακτογραμμή μήκους μόλις 27 χιλιομέτρων στην Αδριατική θάλασσα. Ωστόσο, ο τομέας της θαλάσσιας επιστήμης είναι, σε γενικές γραμμές, ακόμη υπανάπτυκτος και αναξιοποίητος στη χώρα.

Το Μαυροβούνιο χαρακτηρίζεται από υψηλή γενετική βιοποικιλότητα ειδών και οικοσυστημάτων. Το κύριο χαρακτηριστικό της βιοποικιλότητας του Μαυροβουνίου είναι η υψηλή συγκέντρωση διαφορετικών ειδών και οικοσυστημάτων σε περιορισμένη περιοχή. Δεν έχουν διεξαχθεί ειδικές έρευνες και παρακολούθηση ξενικών ειδών στο Μαυροβούνιο. Τα σημερινά αρχεία των ξενικών ειδών προέρχονται από διάφορα έργα και προγράμματα παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων εθνικών και διεθνών μελετών. Τα τελευταία χρόνια, η εφαρμογή του ΤΟΓ πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των έργων FAO AdriaMed και BALMAS που επέτρεψαν τη δημιουργία διακρατικών συνεργασιών μεταξύ ερευνητών των χωρών της Αδριατικής. Το ΤΟΓ των ψαράδων έχει διερευνηθεί για την απόκτηση εναλλακτικών πληροφοριών για την παρουσία ειδών, ενώ οι επιστήμονες έχουν υλοποιήσει παράλληλα ποιοτικούς και ποσοτικούς ελέγχους δεικτών αφθονίας ειδών. Αυτά τα προγράμματα έχουν καταγράψει την παρουσία έξι ειδών μακροφυκών, ενός είδους σπόγγων, 11 ειδών μαλακίων, τριών ειδών αρθρόποδων, δύο σκουληκιών, ενός βρυόζωου, ενός ασκιδίου και 12 νέων ειδών ψαριών. Όσον αφορά τα οικοσυστήματα του γλυκού νερού, μια συλλογή βιβλιογραφικών αρχείων εισαγόμενων ειδών ψαριών παρουσιάζεται στο Piria et al. (2018), όπου 16 είδη ψαριών έχουν ταυτοποιηθεί στην περιοχή του Μαυροβουνίου ως είδη που αντιπροσωπεύουν ξενικά είδη σε αυτή τη χώρα.

Η διαχείριση των ξενικών ειδών είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη διατήρηση της εγγενούς βιοποικιλότητας χερσαίων, γλυκών και θαλάσσιων υδάτων. Τα χωροκατακτητικά είδη έχουν αναφερθεί ως η δεύτερη πιο κοινή αιτία εξαφάνισης ειδών, ενώ οι οικολογικές επιπτώσεις τους μπορούν να εξαπλωθούν κατά μήκος του τροφικού πλέγματος. Αυτές οι επιπτώσεις μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία, την κοινωνικοοικονομική και την υγεία ενός οικοσυστήματος και να προκαλέσουν σοβαρή απώλεια οικοσυστημικών υπηρεσιών. Η διαχείρισή τους είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την ανθρώπινη ευημερία. Σε αρκετές περιπτώσεις, η εφαρμογή τέτοιων στρατηγικών οδήγησε σε πολλές επιτυχείς εξαλείψεις ξενικών ειδών. Στο θαλάσσιο περιβάλλον, η υψηλή περιβαλλοντική συνδεσιμότητα μέσω του νερού ενισχύει τη διασπορά των ειδών, καθιστώντας τις προσπάθειες ελέγχου των βιολογικών εισβολών πιο απαιτητικές. Η εξάλειψη των θαλάσσιων χωροκατακτητικών ειδών έχει επιτευχθεί σε σπάνιες περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται από έγκαιρη ανίχνευση και ταχεία απόκριση σε περιορισμένες περιοχές. Στην περίπτωση εγκατεστημένων πληθυσμών χωροκατακτητικών ειδών, η εξαλειψη είναι απίθανη και η διαχείριση στοχεύει στη μείωση του πληθυσμού τους σε επίπεδα που έχουν χαμηλότερες επιπτώσεις και θεωρούνται αποδεκτά. Θα πρέπει να εξεταστεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη διαχείριση χωροκατακτητικών ειδών: οι αναμενόμενες επιπτώσεις αυτών των ειδών στα εγγενή οικοσυστήματα, οι διαθέσιμες επιλογές τεχνικής παρέμβασης, η αναμενόμενη πιθανότητα επιτυχίας και το κόστος τους, οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη διαχείριση και η έκταση της δημόσιας υποστήριξης και της υποστήριξης των ενδιαφερομένων για τις προτεινόμενες παρεμβάσεις. Το εύρος των περισσότερων θαλάσσιων χωροκατακτητικών ειδών αντιπροσωπεύεται κυρίως από 12 μοντέλα ειδών, τα οποία διακρίνονται από διαφορές στην ικανότητα διασποράς τους (χαμηλή έναντι υψηλής), την κατανομή τους στην υπό διαχείριση περιοχή (τοπικό έναντι μη τοπικού) και την ταξινομική τους ταυτότητα (μακρόφυτο, ασπόνδυλο ή ψάρι). Καμία από τις διαχειριστικές ενέργειες δεν θεωρήθηκε ιδανική (πλήρως εφαρμόσιμη) για τον έλεγχο οποιουδήποτε από τα 12 είδη-μοντέλα. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι η διαχείριση θαλάσσιων χωροκατακτητικών ειδών είναι πιο πιθανό να πετύχει όταν τα είδη εντοπίζονται έγκαιρα και η ανταπόκριση των αρχών είναι ταχεία.

Στην Αλβανία, υπάρχουν στην πραγματικότητα περιορισμένα δεδομένα βάση της βιβλιογραφίας, κυρίως λόγω της περιορισμένης έρευνας σε διάφορες ομάδες, ειδικά ασπόνδυλα, και σε υδρόβια ενδιαιτήματα (τόσο σε θαλάσσιο όσο και σε γλυκό νερό). Τα περισσότερα από τα δεδομένα που σχετίζονται με τα ξενικά είδη έχουν συγκεντρωθεί σποραδικά, μέσω γενικών μελετών που εστιάζουν σε διάφορες ομάδες χλωρίδας και πανίδας. Αν και ελάχιστα έχουν γίνει από τα θεσμικά όργανα, υπάρχουν αρκετές διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες που έχουν επικυρωθεί από την Αλβανία, οι οποίες περιλαμβάνουν ξενικά ή εισβολικά είδη. Τα κύρια ερευνητικά ιδρύματα που μπορεί να σχετίζονται με τα ξενικά και εισβολικά είδη στην Αλβανία είναι το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο των Τιράνων, το Πανεπιστήμιο των Τιράνων (και άλλα Πανεπιστήμια στις περιφέρειες), το Ινστιτούτο Ασφάλειας Τροφίμων και Κτηνιατρικό και το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας.

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη δεν έχει ακόμη ανεπτυγμένο πρόγραμμα για την παρακολούθηση χωροκατακτητικών ειδών, όπως επίσης δεν υπάρχει νόμος που να ρυθμίζει την παρακολούθηση, τον έλεγχο και τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων των χωροκατακτητικών ειδών. Η Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Προστασία της Βιοποικιλότητας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης 2015-2020 αναφέρει την υποχρέωση της χώρας να εργαστεί για τον έλεγχο των χωροκατακτητικών ειδών. Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική, αλλόχθονα είδη ζώων έχουν φτάσει στην επικράτεια της Β-Ε άμεσα από ανθρώπινη παρέμβαση, για αναπαραγωγή και παραγωγή, ή έμμεσα από διαφορετικές δραστηριότητες. Εξάλλου, το πρόβλημα των χωροκατακτητικών υδρόβιων ειδών στη Β-Ε περιγράφεται επίσης στη Στρατηγική Μελέτη για τις Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις του Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων για τους Δεσμούς του Ποταμού Σάβα στην Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Επί του παρόντος, υπάρχει ένα εν εξελίξει έργο με τίτλο «Sava TIES - Διατήρηση των ενδιαιτημάτων της λεκάνης απορροής του ποταμού Σάβα μέσω της διακρατικής διαχείρισης χωροκατακτητικών ξενικών ειδών» που ασχολείται με την αναγνώριση και τον έλεγχο χωροκατακτητικών ειδών εντός του Εθνικού Πάρκου Ούνα. Το έργο Sava TIES θα αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις και θα αναπτύξει ένα στρατηγικό πλαίσιο για διατομεακή, διακρατική διαχείριση, έλεγχο και εξάλειψη των εισβολικών ξενικών ειδών στη λεκάνη του ποταμού Σάβα. Αυτή θα είναι η πρώτη απόπειρα αντιμετώπισης αυτού του απαιτητικού ζητήματος σε διακρατικό επίπεδο στην περιοχή, αποφέροντας παράλληλα οφέλη στη μεγαλύτερη περιοχή του Δούναβη και πέραν αυτής μέσω της αποκτηθείσας εμπειρίας.

Στο Μαυροβούνιο, δεν υπάρχει ειδικό πρόγραμμα παρακολούθησης που να επικεντρώνεται μόνο σε ξενικά και χωροκατακτητικά είδη. Τα δεδομένα για αυτά τα είδη συλλέγονται μέσω διαφόρων εθνικών και διεθνών προγραμμάτων, παρακολούθησης και ερευνών, αλλά δεν πραγματοποιείται ειδική παρακολούθηση. Στο Μαυροβούνιο δεν υπάρχει ανεπτυγμένο πρόγραμμα παρακολούθησης χωροκατακτητικών ειδών. Ο κανονισμός ΕΕ αριθ. 1143/2014 έχει εφαρμοστεί στο νομοθετικό πλαίσιο του Μαυροβουνίου μέσω του Νόμου για τα Ξενικά και Χωροκατακτητικά Ξενικά Είδη Φυτών, Ζώων και Μυκήτων. Ο νόμος αυτός ρυθμίζει τον τρόπο αποτροπής της εισαγωγής και εξάπλωσης ξενικών και χωροκατακτητικών ξενικών ειδών φυτών, ζώων και μυκήτων, για τον μετριασμό και την ελαχιστοποίηση των επιβλαβών επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα, στις υπηρεσίες οικοσυστήματος ή/και στην ανθρώπινη υγεία.

 

DATABASE OF AQUATIC NNS IN ALBANIA, BOSNIA & HERZEGOVINA AND MONTENEGRO

 

RISKMAN ONLINE PLATFORM FOR DETECTION OF NEW AQUATIC NNS RECORDS IN THE WBS