Αποτελέσματα

Αποτελέσματα

Πακέτο Εργασίας 1 – Περίληψη

Μαζί με την κλιματική αλλαγή, τα μη αυτόχθονα είδη (Non – native species – NNS) αναγνωρίζονται ευρέως ως μια από τις κυριότερες απειλές για την υδρόβια βιοποικιλότητα και την ανθρώπινη ευημερία. Η πρώτη Ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα μη αυτόχθονα είδη και ειδικότερα για την αντιμετώπιση των χωροκατακτητικών ξένων ειδών (Invasive Alien Species – IAS) τέθηκε σε ισχύ το 2014 μέσω του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1143/2014 και αφορά «Την πρόληψη και διαχείριση της εισαγωγής και εξάπλωσης  χωροκατακτητικών ξένων ειδών». Σύμφωνα με τον Κανονισμό, τα Κράτη Μέλη θα πρέπει να λάβουν μέτρα για τους τρόπους ακούσιας εισόδου χωροκατακτητικών ξένων ειδών, για την έγκαιρη ανίχνευση και ταχεία εξάλειψη, καθώς και για τη διαχείριση ειδών που έχουν ήδη εξαπλωθεί ευρέως στην επικράτεια του κάθε Κράτους Μέλους. Ωστόσο δεν είναι ακόμη γνωστό εάν ο συγκεκριμένος κανονισμός έχει επιφέρει μέτρα σε Βαλκανικές χώρες εκτός της Ε.Ε, παρότι τα Κράτη Μέλη υποχρεούνται να συνάψουν συνεργασίες με τρίτες χώρες, όσον αφορά τον Κανονισμό για τα χωροκατακτητικά ξένα είδη (Άρθρο 22). Τα μη αυτόχθονα είδη και γενικά η βιοποικιλότητα βρίσκονται χαμηλά στην ατζέντα προτεραιότητας πολλών χωρών, το οποίο ισχύει ιδίως για Ευρωπαϊκές χώρες εκτός της Ε.Ε. Επιπλέον, χώρες οι οποίες δεν συνορεύουν με την Ε.Ε δεν υποχρεούνται να θέσουν σε εφαρμογή τις νομοθεσίες και τους κανονισμούς της, όσον αφορά τα χωροκατακτητικά ξένα είδη, με αποτέλεσμα αυτό να αφήνει ανοιχτούς τρόπους εισόδου των ειδών αυτών. Ως εκ τούτου, οι στόχοι και οι εργασίες που αφορούν τα μη αυτόχθονα είδη στα Δυτικά Βαλκάνια στο πλαίσιο του Πακέτου Εργασίας 1 ανέλυαν τις: (1) υπάρχουσες πολιτικές για τα μη αυτόχθονα είδη, (2)  τους περιβαλλοντικούς ορισμούς και τα σχέδια διαχείρισης, (3) το εκπαιδευτικό επίπεδο και τις εκπαιδευτικές πρακτικές και (4) την κοινωνικοοικονομική αντίληψη. Επιπλέον, αναπτύσσονται πρακτικές διαχείρισης κινδύνου αλλά και σχέδια πορείας για την εφαρμογή και τη διαχείριση κινδύνου των μη αυτόχθονων ειδών στα Δυτικά Βαλκάνια. Παράλληλα αναλύθηκε και το επίπεδο εκπαίδευσης, όσον αφορά τα είδη αυτά.

Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1143/2014 για τα χωροκατακτητικά ξένα είδη, εφαρμόζεται στις Ευρωπαϊκές Χώρες του Προγράμματος (Ιταλία, Ελλάδα και Κροατία) και στο Μαυροβούνιο σαν Κράτος Συνεργάτης του προγράμματος. Η Αλβανία, και η Βοσνία – Ερζεγοβίνη δεν ανέφεραν κάποια συγκεκριμένη πολιτική όσον αφορά τα μη αυτόχθονα ξένα είδη. Ένα επιπλέον πρόβλημα στην Βοσνία – Ερζεγοβίνη είναι η πολυπλοκότητα της κυβερνητικής δομής και η έλλειψη ενός μοναδικού νομοθετικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο. Η περιβαλλοντική προστασία στην Αλβανία είναι περισσότερο προσανατολισμένη στη θαλάσσια βιοποικιλότητα από ότι στην βιοποικιλότητα των εσωτερικών υδάτων. Αντίστοιχα οι εθνικές λίστες μη αυτόχθονων ειδών δεν είναι αρκετά εξελιγμένες στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων ενώ χρειάζονται επικαιροποίηση. Έχουν αναφερθεί διάφοροι ορισμοί όσον αφορά τα μη αυτόχθονα είδη, οι οποίοι συνήθως ρυθμίζονται από τη νομοθεσία των χωρών στις οποίες έχει ήδη εφαρμοστεί νομοθεσία για τα χωροκατακτητικά είδη. Προγράμματα παρακολούθησης ειδικά σχεδιασμένα για μη αυτόχθονα ξένα είδη δεν έχουν ξεκινήσει σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες του Προγράμματος, εκτός της Κροατίας και της Ελλάδας. Προφανώς, η έλλειψη χρηματοδότησης αποτρέπει τις χώρες να δραστηριοποιηθούν στον τομέα αυτόν. Εργαλεία Διαχείρισης Κινδύνου όπως το AS-ISK έχουν χρησιμοποιηθεί μόνο σε ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά η Διαχείριση Κινδύνου μη αυτόχθονων ειδών δεν έχει χρησιμοποιηθεί πραγματικά σε καμία από τις χώρες που έγιναν οι αναλύσεις. Οι περισσότερες χώρες αντιμετωπίζουν τα μη αυτόχθονα είδη μέσω εκπαιδευτικών δράσεων στο πλαίσιο προγραμμάτων τα οποία αντιπροσωπεύουν την κύρια εκπαιδευτική πρακτική πάνω στα μη αυτόχθονα ξένα είδη. Χώρες του Προγράμματος, όπως η Κροατία και η Τουρκία και χώρες συνεργάτες του προγράμματος όπως η Αλβανία και η Βοσνία – Ερζεγοβίνη έχουν αναπτύξει προπτυχιακές και μεταπτυχιακές / διδακτορικές διαλέξεις με θέμα τις οικολογικές και / ή κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις των μη αυτόχθονων και χωροκατακτητικών ξένων ειδών.

Το εκπαιδευτικό επίπεδο όσον αφορά τα ξενικά είδη, συμβαδίζει με το επίπεδο εφαρμογής των κανονισμών για τα μη αυτόχθονα είδη το οποίο εξακολουθεί να βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο. Η ευαισθητοποίηση των πολιτών και η εκπαιδευτική τους επάρκεια σχετικά με τα μη αυτόχθονα είδη στις Χώρες Συνεργάτες του Προγράμματος είναι ελάχιστη ενώ εντοπίστηκαν και διαφορετικά επίπεδα προσέγγισης. Οι ομάδες στόχοι των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τα μη αυτόχθονα ξένα είδη στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων δύναται να είναι μαθητές, εμπλεκόμενοι σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην αλιεία, τη γεωργία, τη βιομηχανία του τουρισμού (Εθνικά Πάρκα, σύλλογοι αλιέων, αθλητικοί σύλλογοι, ψυχαγωγικοί σύλλογοι κ.α) και ενδιαφερόμενοι όπως υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικών ( τοπικές αυτοδιοικήσεις και κεντρικές κυβερνητικές αρχές). Σύμφωνα με την τρέχουσα κατάσταση στις Χώρες Συνεργάτες των Δυτικών Βαλκανίων αναγνωρίστηκαν οι παρακάτω ευκαιρίες:

1.ανάπτυξη της Εθνικής Στρατηγικής και Δράσης για τα Χωροκατακτητικά ξένα είδη

2.ανάπτυξη συμπαγούς εθνικής νομοθεσίας σύμφωνα με το σχέδιο Στρατηγικής και Δράσης

3.επικοινωνιακή στρατηγική εντός και εκτός συνόρων

4.καλύτερο έλεγχο των εισαγωγών, απελευθερώσεων και εγκατάσταση νέων ειδών

5.καθιέρωση συνοριακού ελέγχου και βιοασφάλειας

6.ανάλυση κινδύνου

7.ανάπτυξη στρατηγικής ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης

8.και την ανάπτυξη εκπαιδευτικής στρατηγικής, βασισμένη σε συγκεκριμένες ομάδες στόχους. Μέσω της συλλογικής προσπάθειας και επιτυχής επικοινωνίας, αυτές οι ευκαιρίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στα Δυτικά Βαλκάνια για την αποφυγή περεταίρω μείωση της βιοποικιλότητας.

 

Πακέτο Εργασίας 2– Περίληψη

Η υπόθεση του Πακέτου Εργασίας 2 (ΠΕ2) είναι να δημιουργήσει ένα ισχυρό υπόβαθρο όλων των διαθέσιμων πληροφοριών και δεδομένων για τα ξενικά υδρόβια είδη (NN) στις χώρες-στόχους που θα ανανεώνονται συνεχώς από τα αποτελέσματα που προκύπτουν από το ΠΕ2: μια ηλεκτρονική πλατφόρμα και μια βάση δεδομένων. Οι σχετικές εργασίες που πρέπει να εκπληρωθούν για την ολοκλήρωση της εφαρμογής του ΠΕ2 είναι (α) ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και έρευνα των κύριων υδάτινων ρευμάτων των Χωρών Εταίρων, (β) συνέντευξη με εκπροσώπους του κλάδου και ενδιαφερόμενα μέρη, (γ) ο συνδυασμός των ευρημάτων για την παραγωγή μιας διαδικτυακής πλατφόρμας, δ) δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων και (ε) πιλοτικές δοκιμές και αξιολογήσεις. Η περίληψη που παρουσιάζεται αναφέρεται στη βιβλιογραφική ανασκόπηση και έρευνα των κύριων υδάτινων ρευμάτων των Χωρών Εταίρων.

Οι πρωτοποριακές μελέτες για τα ξενικά ή μη αυτόχθονα είδη χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970. Έκτοτε, η παγκόσμια έρευνα στον τομέα αυτό έχει αναπτυχθεί ραγδαία. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η εισαγωγή των θαλάσσιων ξενικών ειδών μπορεί να συμβεί σκόπιμα ή τυχαία. Τα διαθέσιμα στοιχεία από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) δείχνουν ότι υπάρχουν περίπου 1.223  ξενικά είδη στις Ευρωπαϊκές θάλασσες, εκ των οποίων σχεδόν το 81% (1.039) καταγράφηκε την περίοδο 1949-2017. Η τάση για την εισαγωγή των ξενικών ειδών στη Μεσόγειο Θάλασσα κορυφώθηκε το 2000-2005, με περίπου 21 νέα είδη ετησίως. Οι κύριοι φορείς εισαγωγής ξενικών ειδών στη Μεσόγειο είναι (i) δραστηριότητες υδατοκαλλιέργειας (44 είδη, 41%), (ii) η Διώρυγα του Σουέζ (28 είδη, 26%), (iii) οι θαλάσσιες μεταφορές (17 είδη, 15% ), (iv) οι αλιευτικές δραστηριότητες (3 είδη, 3%) και (v) εμπόριο ειδών ενυδρείων (1 είδος 1%).

Η Βαλκανική Χερσόνησος, μια από τις παγκόσμιες εστίες/κέντρο βιοποικιλότητας, διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό ενδημικών ειδών ψαριών περιορισμένου εύρους στην Ευρώπη. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες από διάφορες Βαλκανικές χώρες έχουν αποκαλύψει ότι το 15%–23% της ιχθυοπανίδας του γλυκού νερού είναι ξενική, με λεκάνες απορροής, όπως ο ποταμός Δούναβης και η λίμνη Παμβώτιδα (Ελλάδα) με ιχθυοπανίδα που αποτελείται από περισσότερο από 50% και 80% ξενικά είδη ψαριών, αντίστοιχα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950, οι εισαγωγές αφορούσαν κυρίως είδη της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας, ενώ το ενδιαφέρον για τα είδη από τη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη προέκυψε αργότερα. Συνολικά, 60 είδη ψαριών έχουν εισαχθεί στη Βαλκανική Χερσόνησο σκόπιμα, τυχαία ή με φυσική διασπορά. Οι πρώτες εισαγωγές στα εσωτερικά ύδατα τεκμηριώθηκαν τον 19ο αιώνα στη Βουλγαρία (δύο είδη), στην Κροατία (ένα είδος) και στη Σλοβενία ​​(τέσσερα είδη). Οι απογραφές ξενικών ειδών αποτελούν ένα θεμελιώδες πρώτο βήμα και ένα κρίσιμο εργαλείο για την εφαρμογή των σχετικών πολιτικών και την οριοθέτηση των προσεγγίσεων διαχείρισης. Αν και οι προσπάθειες διαχείρισης/πολιτικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των ξενικών και χωροκατακτητικών ειδών εντάθηκαν σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο, τέτοιοι κατάλογοι πρέπει να ενημερώνονται τακτικά και να παραμένουν ενημερωμένοι, καθώς το ποσοστό εισαγωγής νέων ξενικών ειδών παγκοσμίως δεν φαίνεται να εξισορροπείται. Η ένταξη περιγραφέων και δεικτών ξενικών ειδών στα μέσα πολιτικής έχει δημιουργήσει υποχρεώσεις αναφορών σε εθνικό επίπεδο (π.χ., βλ. Tsiamis et al., 2019) και πυροδότησε ένα κύμα επιστημονικής δραστηριότητας επικεντρωμένης στον εντοπισμό, την ποσοτικοποίηση, την εξερεύνηση και μετριασμό των επιπτώσεών τους. Επίσης, η Επιστήμη των Πολιτών (δηλαδή η εμπλοκή του κοινού στην παραγωγή επιστημονικών δεδομένων – McKinley et al., 2017) έχει αναδειχθεί ως ένας ισχυρός συντελεστής στην έγκαιρη ανίχνευση νέων ξενικών ειδών. Επιπλέον, η επιτήρηση των ήδη εισβολικών ειδών (Giovos et al., 2019) και οι νέες γενετικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται πιο τακτικά για την αποσαφήνιση των αβεβαιοτήτων σχετικά με την ταυτότητα των ειδών και τη γεωγραφική τους προέλευση (Bayha et al., 2017; Viard et al., 2019). Ως αποτέλεσμα, η χρονική καθυστέρηση μεταξύ της πρώτης ανίχνευσης ενός νέου ξενικού είδους και η δημοσίευση της αντίστοιχης καταχώρησης έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, σε μεγάλο βαθμό υποβοηθούμενη από την προθυμία των επιστημονικών περιοδικών να δημοσιεύσουν τέτοιες παρατηρήσεις βιοποικιλότητας.

Η Βαλκανική Χερσόνησος συνορεύει με την Αδριατική και το Ιόνιο Πέλαγος στα δυτικά, τη Μεσόγειο Θάλασσα στα νότια και το Αιγαίο, τον Μαρμαρά και τη Μαύρη Θάλασσα στα ανατολικά. Η μεγάλη βιοποικιλότητα των ειδών ψαριών είναι αποτέλεσμα της γεωλογικής και παλαιοκλιματικής ιστορίας της περιοχής και της γεωφυσικής ποικιλίας των εσωτερικών υδάτων. Οι κλιματικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της Βαλκανικής Χερσονήσου συμβάλλουν περαιτέρω σε αυτές τις βιογεωγραφικές διαφορές.

Η Αλβανία έχει υψηλό επίπεδο βιολογικής ποικιλότητας σε επίπεδο τοπίου, οικοσυστήματος και ειδών, αναλογικά με τη μικρή χερσαία της έκταση. Αυτή η ποικιλομορφία είναι το αποτέλεσμα (α) του μεγάλου εύρους κλίματος, υψομέτρου και γεωλογίας στην Αλβανία. β) τη θέση του στη διασταύρωση δύο μεγάλων βιογεωγραφικών ζωνών (Κεντρικής Ευρώπης και Μεσογείου)· (γ) η θέση του σε μια σημαντική διαδρομή μετανάστευσης πτηνών· (δ) της ακτογραμμής της στην Αδριατική και στο Ιόνιο πέλαγος· και (ε) μια πληθώρα οικολογικά διαφορετικών οικοσυστημάτων γλυκού νερού. Η Αλβανία είναι οικολογικά συνδεδεμένη με τις γειτονικές χώρες μέσω κοινών οικοσυστημάτων, ενδιαιτημάτων, λιμνών και ποταμών καθώς και μεταναστεύσεις πτηνών και θαλάσσιων οργανισμών. Μέχρι στιγμής, υπάρχουν 20 καταγεγραμμένα θαλάσσια χωροκατακτητικά ξενικά είδη (IAS). Αντιπροσωπεύουν διαφορετικές ταξινομήσεις όπως: Ροδόφυτα (4 είδη), Χλωρόφυτα (1 είδος), Φαιοφύκη (1 είδος), Σπερματόφυτα (1 είδος), Δακτυλιοσκώληκες (1 είδος), Δεκάποδα (3 είδη), Μαλάκια (5 είδη), και Ιχθύες (4 είδη). Χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικές μεθοδολογίες για την ταυτοποίηση των ξενικών ειδών στην Αλβανία. Ορισμένες από τις ταυτοποιήσεις έγιναν με άμεση δειγματοληψία των ατόμων ξενικών από τους ερευνητές. Σε άλλες περιπτώσεις, η συλλογή των δειγμάτων γινόταν από τους ψαράδες και η ταυτοποίηση και περιγραφή του είδους γινόταν αργότερα από τους επιστήμονες ή μέσω των προγραμμάτων Επιστήμης των Πολιτών, όπως «Σε ξενίζει…Μοιράσου το μαζί μας!!!» και «Τοπική Οικολογική Γνώση - ΤΟΓ».

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη (Β-Ε) είναι μια γεωμορφολογικά, υδρολογικά και κλιματικά ποικιλόμορφη χώρα, η οποία έχει οδηγήσει σε έντονη οικολογική ετερογένεια. Οι δημοσιευμένες εκθέσεις περιλαμβάνουν σχεδόν 5.100 αναγνωρισμένες κατηγορίες ανώτερων φυτών, γεγονός που υπογραμμίζει τον χλωριδικό της πλούτο και κατατάσσει τη χώρα μεταξύ των πλουσιότερων σε βιοποικιλότητα στην Ευρώπη. Αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από πολλά ενδημικά και εναπομείναντα είδη, ειδικά μεταξύ των ασπόνδυλων. Η πανίδα της Β-Ε χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη καταφυγίων και κέντρων ανάπτυξης και από την μοναδική πανίδα καρστικών πηγών, ορεινών χειμάρρων και φαραγγιών. Η ιχθυοπανίδα στη Β-Ε έχει διερευνηθεί σχετικά καλά. Υπάρχουν συνολικά 119 είδη ψαριών του γλυκού νερού. Η μεγαλύτερη ποικιλότητα αναγνωρίζεται στην οικογένεια Κυπρινιδών (26 γένη και 51 είδη) και Σολομονιδών (5 γένη και 8 είδη). Κατά τη διάρκεια της χλωριδικής έρευνας της περιοχής κατά μήκος του κάτω ρου του ποταμού Ούνα την άνοιξη του 2009, καταγράφηκαν 14 ξενικά χωροκατακτητικά είδη, τα οποία εξαπλώθηκαν κυρίως λόγω της μετάβασης από τις εκτεταμένες στις εντατικές γεωργικές πρακτικές. Η Β-Ε διαθέτει ακτογραμμή μήκους μόλις 27 χιλιομέτρων στην Αδριατική θάλασσα. Ωστόσο, ο τομέας της θαλάσσιας επιστήμης είναι, σε γενικές γραμμές, ακόμη υπανάπτυκτος και αναξιοποίητος στη χώρα.

Το Μαυροβούνιο χαρακτηρίζεται από υψηλή γενετική βιοποικιλότητα ειδών και οικοσυστημάτων. Το κύριο χαρακτηριστικό της βιοποικιλότητας του Μαυροβουνίου είναι η υψηλή συγκέντρωση διαφορετικών ειδών και οικοσυστημάτων σε περιορισμένη περιοχή. Δεν έχουν διεξαχθεί ειδικές έρευνες και παρακολούθηση ξενικών ειδών στο Μαυροβούνιο. Τα σημερινά αρχεία των ξενικών ειδών προέρχονται από διάφορα έργα και προγράμματα παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένων εθνικών και διεθνών μελετών. Τα τελευταία χρόνια, η εφαρμογή του ΤΟΓ πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των έργων FAO AdriaMed και BALMAS που επέτρεψαν τη δημιουργία διακρατικών συνεργασιών μεταξύ ερευνητών των χωρών της Αδριατικής. Το ΤΟΓ των ψαράδων έχει διερευνηθεί για την απόκτηση εναλλακτικών πληροφοριών για την παρουσία ειδών, ενώ οι επιστήμονες έχουν υλοποιήσει παράλληλα ποιοτικούς και ποσοτικούς ελέγχους δεικτών αφθονίας ειδών. Αυτά τα προγράμματα έχουν καταγράψει την παρουσία έξι ειδών μακροφυκών, ενός είδους σπόγγων, 11 ειδών μαλακίων, τριών ειδών αρθρόποδων, δύο σκουληκιών, ενός βρυόζωου, ενός ασκιδίου και 12 νέων ειδών ψαριών. Όσον αφορά τα οικοσυστήματα του γλυκού νερού, μια συλλογή βιβλιογραφικών αρχείων εισαγόμενων ειδών ψαριών παρουσιάζεται στο Piria et al. (2018), όπου 16 είδη ψαριών έχουν ταυτοποιηθεί στην περιοχή του Μαυροβουνίου ως είδη που αντιπροσωπεύουν ξενικά είδη σε αυτή τη χώρα.

Η διαχείριση των ξενικών ειδών είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη διατήρηση της εγγενούς βιοποικιλότητας χερσαίων, γλυκών και θαλάσσιων υδάτων. Τα χωροκατακτητικά είδη έχουν αναφερθεί ως η δεύτερη πιο κοινή αιτία εξαφάνισης ειδών, ενώ οι οικολογικές επιπτώσεις τους μπορούν να εξαπλωθούν κατά μήκος του τροφικού πλέγματος. Αυτές οι επιπτώσεις μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία, την κοινωνικοοικονομική και την υγεία ενός οικοσυστήματος και να προκαλέσουν σοβαρή απώλεια οικοσυστημικών υπηρεσιών. Η διαχείρισή τους είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την ανθρώπινη ευημερία. Σε αρκετές περιπτώσεις, η εφαρμογή τέτοιων στρατηγικών οδήγησε σε πολλές επιτυχείς εξαλείψεις ξενικών ειδών. Στο θαλάσσιο περιβάλλον, η υψηλή περιβαλλοντική συνδεσιμότητα μέσω του νερού ενισχύει τη διασπορά των ειδών, καθιστώντας τις προσπάθειες ελέγχου των βιολογικών εισβολών πιο απαιτητικές. Η εξάλειψη των θαλάσσιων χωροκατακτητικών ειδών έχει επιτευχθεί σε σπάνιες περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται από έγκαιρη ανίχνευση και ταχεία απόκριση σε περιορισμένες περιοχές. Στην περίπτωση εγκατεστημένων πληθυσμών χωροκατακτητικών ειδών, η εξαλειψη είναι απίθανη και η διαχείριση στοχεύει στη μείωση του πληθυσμού τους σε επίπεδα που έχουν χαμηλότερες επιπτώσεις και θεωρούνται αποδεκτά. Θα πρέπει να εξεταστεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη διαχείριση χωροκατακτητικών ειδών: οι αναμενόμενες επιπτώσεις αυτών των ειδών στα εγγενή οικοσυστήματα, οι διαθέσιμες επιλογές τεχνικής παρέμβασης, η αναμενόμενη πιθανότητα επιτυχίας και το κόστος τους, οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη διαχείριση και η έκταση της δημόσιας υποστήριξης και της υποστήριξης των ενδιαφερομένων για τις προτεινόμενες παρεμβάσεις. Το εύρος των περισσότερων θαλάσσιων χωροκατακτητικών ειδών αντιπροσωπεύεται κυρίως από 12 μοντέλα ειδών, τα οποία διακρίνονται από διαφορές στην ικανότητα διασποράς τους (χαμηλή έναντι υψηλής), την κατανομή τους στην υπό διαχείριση περιοχή (τοπικό έναντι μη τοπικού) και την ταξινομική τους ταυτότητα (μακρόφυτο, ασπόνδυλο ή ψάρι). Καμία από τις διαχειριστικές ενέργειες δεν θεωρήθηκε ιδανική (πλήρως εφαρμόσιμη) για τον έλεγχο οποιουδήποτε από τα 12 είδη-μοντέλα. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι η διαχείριση θαλάσσιων χωροκατακτητικών ειδών είναι πιο πιθανό να πετύχει όταν τα είδη εντοπίζονται έγκαιρα και η ανταπόκριση των αρχών είναι ταχεία.

 

Στην Αλβανία, υπάρχουν στην πραγματικότητα περιορισμένα δεδομένα βάση της βιβλιογραφίας, κυρίως λόγω της περιορισμένης έρευνας σε διάφορες ομάδες, ειδικά ασπόνδυλα, και σε υδρόβια ενδιαιτήματα (τόσο σε θαλάσσιο όσο και σε γλυκό νερό). Τα περισσότερα από τα δεδομένα που σχετίζονται με τα ξενικά είδη έχουν συγκεντρωθεί σποραδικά, μέσω γενικών μελετών που εστιάζουν σε διάφορες ομάδες χλωρίδας και πανίδας. Αν και ελάχιστα έχουν γίνει από τα θεσμικά όργανα, υπάρχουν αρκετές διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες που έχουν επικυρωθεί από την Αλβανία, οι οποίες περιλαμβάνουν ξενικά ή εισβολικά είδη. Τα κύρια ερευνητικά ιδρύματα που μπορεί να σχετίζονται με τα ξενικά και εισβολικά είδη στην Αλβανία είναι το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο των Τιράνων, το Πανεπιστήμιο των Τιράνων (και άλλα Πανεπιστήμια στις περιφέρειες), το Ινστιτούτο Ασφάλειας Τροφίμων και Κτηνιατρικό και το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας.

 

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη δεν έχει ακόμη ανεπτυγμένο πρόγραμμα για την παρακολούθηση χωροκατακτητικών ειδών, όπως επίσης δεν υπάρχει νόμος που να ρυθμίζει την παρακολούθηση, τον έλεγχο και τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων των χωροκατακτητικών ειδών. Η Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Προστασία της Βιοποικιλότητας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης 2015-2020 αναφέρει την υποχρέωση της χώρας να εργαστεί για τον έλεγχο των χωροκατακτητικών ειδών. Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική, αλλόχθονα είδη ζώων έχουν φτάσει στην επικράτεια της Β-Ε άμεσα από ανθρώπινη παρέμβαση, για αναπαραγωγή και παραγωγή, ή έμμεσα από διαφορετικές δραστηριότητες. Εξάλλου, το πρόβλημα των χωροκατακτητικών υδρόβιων ειδών στη Β-Ε περιγράφεται επίσης στη Στρατηγική Μελέτη για τις Περιβαλλοντικές Επιπτώσεις του Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων για τους Δεσμούς του Ποταμού Σάβα στην Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Επί του παρόντος, υπάρχει ένα εν εξελίξει έργο με τίτλο «Sava TIES - Διατήρηση των ενδιαιτημάτων της λεκάνης απορροής του ποταμού Σάβα μέσω της διακρατικής διαχείρισης χωροκατακτητικών ξενικών ειδών» που ασχολείται με την αναγνώριση και τον έλεγχο χωροκατακτητικών ειδών εντός του Εθνικού Πάρκου Ούνα. Το έργο Sava TIES θα αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις και θα αναπτύξει ένα στρατηγικό πλαίσιο για διατομεακή, διακρατική διαχείριση, έλεγχο και εξάλειψη των εισβολικών ξενικών ειδών στη λεκάνη του ποταμού Σάβα. Αυτή θα είναι η πρώτη απόπειρα αντιμετώπισης αυτού του απαιτητικού ζητήματος σε διακρατικό επίπεδο στην περιοχή, αποφέροντας παράλληλα οφέλη στη μεγαλύτερη περιοχή του Δούναβη και πέραν αυτής μέσω της αποκτηθείσας εμπειρίας.

 

Στο Μαυροβούνιο, δεν υπάρχει ειδικό πρόγραμμα παρακολούθησης που να επικεντρώνεται μόνο σε ξενικά και χωροκατακτητικά είδη. Τα δεδομένα για αυτά τα είδη συλλέγονται μέσω διαφόρων εθνικών και διεθνών προγραμμάτων, παρακολούθησης και ερευνών, αλλά δεν πραγματοποιείται ειδική παρακολούθηση. Στο Μαυροβούνιο δεν υπάρχει ανεπτυγμένο πρόγραμμα παρακολούθησης χωροκατακτητικών ειδών. Ο κανονισμός ΕΕ αριθ. 1143/2014 έχει εφαρμοστεί στο νομοθετικό πλαίσιο του Μαυροβουνίου μέσω του Νόμου για τα Ξενικά και Χωροκατακτητικά Ξενικά Είδη Φυτών, Ζώων και Μυκήτων. Ο νόμος αυτός ρυθμίζει τον τρόπο αποτροπής της εισαγωγής και εξάπλωσης ξενικών και χωροκατακτητικών ξενικών ειδών φυτών, ζώων και μυκήτων, για τον μετριασμό και την ελαχιστοποίηση των επιβλαβών επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα, στις υπηρεσίες οικοσυστήματος ή/και στην ανθρώπινη υγεία.

 
 

Πακέτο Εργασίας 3 – Περίληψη: Εφαρμογή Μοντέλου Διαχείρισης Κινδύνων για τα Δυτικά Βαλκάνια

Μέσω αυτού του πακέτου εργασίας (ΠΕ), θέλαμε να δώσουμε την ευκαιρία στους ενδιαφερόμενους να κατανοήσουν τις βασικές έννοιες της διαχείρισης κινδύνου. Σήμερα, η διαχείριση κινδύνων είναι ένα σημαντικό ερευνητικό θέμα επειδή οι κίνδυνοι είναι πάντα παρόντες στη βιομηχανική δραστηριότητα. Η πολυπλοκότητα των βιομηχανικών δραστηριοτήτων (υδατοκαλλιέργεια, ενυδρεία, αλιεία, ναυτιλία κ.λπ.) και ο κίνδυνος διαφυγής/μετάδοσης μη αυτόχθονων (ξενικών) ειδών από τις περιοχές υδατοκαλλιέργειας προωθούν την εμφάνιση κινδύνων που πρέπει να ληφθούν υπόψη στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Για το λόγο αυτό, αναπτύξαμε αυτό το (ΠΕ) για να διευκρινίσουμε τα βασικά στοιχεία της διαχείρισης κινδύνου μέσω μιας σύντομης νέας πρότασης βιβλιογραφικής ανασκόπησης για τη διαχείριση κινδύνου. Η αιτιολόγησή μας για αυτήν την προσπάθεια είναι ότι αυτό το θέμα είναι το πιο πολυσυζητημένο στις μέρες μας και προσπαθήσαμε να αναπτύξουμε το πιο πρόσφατο σχέδιο διαχείρισης για ξενικά είδη στα Δυτικά Βαλκάνια. Έτσι, η υπόθεση του ΠΕ3 είναι να παρέχει στους εταίρους των Δυτικών Βαλκανίων χρήσιμα εργαλεία για να μπορέσουν να κατανοήσουν τις επιπτώσεις των ξενικών ειδών στην οικονομία, την εκπαίδευση και την κοινωνία. Οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτό το ΠΕ είναι η έλλειψη διαθεσιμότητας και προσβασιμότητας των τρεχουσών πολιτικών και εκπαιδευτικών πρακτικών και αρχών στον τομέα της αξιολόγησης κινδύνου υδρόβιων ξενικών ειδών.

Τα δύο πρώτα μέρη του ΠΕ3 είχαν ως στόχο τη διεξαγωγή βιβλιογραφικής αναζήτησης σχετικά με τις τρέχουσες γνώσεις στα μοντέλα διαχείρισης κινδύνου στο πλαίσιο των εννοιών των μη αυτόχθονων ειδών, του κινδύνου, της διαχείρισης κινδύνου και της μεθοδολογίας εκτέλεσης αυτού του είδους μοντέλων. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία τα εργαλεία υποστήριξης αποφάσεων είναι απαραίτητα για την ανάλυση κινδύνου των ξενικών ειδών, επειδή βοηθούν στον ταυτοποίηση (έλεγχο) και την αξιολόγηση των κινδύνων που σχετίζονται με τα ξενικά είδη, καθώς και στην παροχή υποστήριξης στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων που εμπλέκονται στη διαχείρισή τους . Επί του παρόντος χρησιμοποιούνται στις επιχειρήσεις, τις κοινωνικές επιστήμες, την ιατρική, την πολιτική, τα παιχνίδια, τις τεχνολογίες πληροφοριών και τις μεταφορές, και αποτελούν βασικά δομικά στοιχεία στην περιβαλλοντική διαχείριση και την επιστήμη. Το πρώτο βήμα στη διαδικασία ανάλυσης κινδύνου είναι ο έλεγχος δυνητικά χωροκατακτητικών ξενικών ειδών, που στοχεύουν στον εντοπισμό των ειδών που είναι πιθανό να είναι χωροκατακτητικά (και επομένως απαιτείται μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση των κινδύνων) και ποια είναι λιγότερο πιθανό να είναι χωροκατακτητικά (και επομένως είναι λιγότερο πιθανό να απαιτούν λεπτομερή ανάλυση).

Προτάθηκε μια διπλή προσέγγιση για τη γενική εφαρμογή της διαχείρισης κινδύνου για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Αυτό προβλέπει την ολοκληρωμένη χρήση δύο διαφορετικών μεθοδολογιών: του εξοπλισμού ελέγχου εισβολής υδρόβιων ξενικών ειδών (AS-ISK) για την αξιολόγηση του κινδύνου διεισδυτικότητας των ξενικών ειδών και της μεθόδου μέγιστης εντροπίας (MaxEnt) για την πρόβλεψη της κατανομής των ξενικών ειδών στα Δυτικά Βαλκάνια. Η συνδυαστική και ολοκληρωμένη χρήση και των δύο μεθοδολογιών δοκιμάστηκε για ορισμένα γνωστά ξενικά είδη μεταξύ αυτών που αναφέρθηκαν στους ανανεωμένους καταλόγους για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων που αναπτύχθηκαν ως ένα από τα αποτελέσματα του ΠΕ2.

Το εργαλείο AS-ISK v.2.3 χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση του κινδύνου εισβολής ορισμένων υδρόβιων ξενικών ειδών στην περιοχή μελέτης. Για την αξιολόγηση, δόθηκαν τα όρια AS-ISK για τη Βασική Εκτίμηση Κινδύνου (BRA) και τη BRA + Εκτίμηση Κλιματικής Αλλαγής (CCA) σύμφωνα με τους Vilizzi et al. (2021). Επιλέχθηκαν συνολικά 17 είδη, από καθεμία από τις 3 χώρες εταίρους (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Μαυροβούνιο) και για τις χώρες των Βαλκανίων του Προγράμματος (Κροατία και Βόρεια Μακεδονία) και πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση κινδύνου: 10 ψάρια γλυκού νερού, 2 θαλάσσια ψάρια, 2 ασπόνδυλα γλυκού νερού, 2 θαλάσσια ασπόνδυλα και 1 είδος φυτού γλυκού νερού. Ορισμένα είδη έχουν αξιολογηθεί από περισσότερους από έναν αξιολογητές ή/και για διαφορετικούς τομείς αξιολόγησης.

Το δεύτερο εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε ήταν το μοντέλο Μέγιστης Εντροπίας (MaxEnt), ένας από τους πιο ευρέως χρησιμοποιούμενους αλγόριθμους Μοντέλου Κατανομής Ειδών (ΜΚΕ) που συσχετίζει την εμφάνιση ειδών με αντίστοιχες περιβαλλοντικές μεταβλητές για την εκτίμηση των κατάλληλων ενδιαιτημάτων για ένα είδος-στόχο. Η μέθοδος MaxEnt χρησιμοποιήθηκε για τη διερεύνηση της πιθανής κατανομής και καταλληλόλητας ενδιαιτημάτων ορισμένων υδρόβιων ξενικών ειδών που υπάρχουν στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Τα είδη ήταν τα ίδια με εκείνα που επιλέχθηκαν για την ανάλυση αξιολόγησης κινδύνου χρησιμοποιώντας το εργαλείο AS-ISK και ανήκουν σε διαφορετικές ταξινομικές βαθμίδες, συμπεριλαμβανομένων ειδών ψαριών και ασπόνδυλων γλυκού και θαλάσσιου νερού, καθώς και σε ένα είδος φυτού γλυκού νερού. Το Maxent χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα μελέτη για τον προσδιορισμό των κατάλληλων ενδιαιτημάτων των επιλεγμένων ειδών σύμφωνα με τις εμφανίσεις τους και τις σχετικές περιβαλλοντικές μεταβλητές. Πριν από την εκτέλεση των μοντέλων, τα περιβαλλοντικά δεδομένα υπολογίστηκαν εκ νέου με τη μέθοδο της «παρεμβολής του πλησιέστερου γείτονα» για να επιτευχθεί η υψηλότερη δυνατή χωρική ανάλυση.

Ο συνδυασμός μεταξύ της μεθόδου MAXENT και των εργαλείων αξιολόγησης κινδύνου όπως το AS-ISK μπορεί να βοηθήσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, τους περιβαλλοντολόγους  και τους διαχειριστές να λάβουν αξιόπιστες και καλά ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με τα πιθανά μέτρα διαχείρισης στο εγγύς μέλλον.

Η πιο ευρέως προτεινόμενη προσέγγιση στη βιβλιογραφία για τη Διαδικασία Διαχείρισης Κινδύνων είναι μια γραμμική προσέγγιση 5 βημάτων:

  • Προσδιορίστε τον κίνδυνο:
  • Αναλύστε τον κίνδυνο
  • Αξιολογήστε ή Κατατάξτε (Προτεραιοποιήστε) τον Κίνδυνο
  • Αντιμετωπίστε τον Κίνδυνο
  • Παρακολουθήστε και Επανεξετάστε τον Κίνδυνο,

https://lh5.googleusercontent.com/svjCuUHWMigqkPeF5eVIj8EoVeh12zTMl5XhN1QWD6GBGS4UZPrdTyHVEtl_rRGXzu8n5tWw8ybS2bMJtaydz4SKPcuwkZBClcyL_rZkzzy1MrwXL67HLCYGIEGqMQ

Έτσι, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση και ενσωματώνοντας στο Μοντέλο τα αποτελέσματα των ΠΕ1, ΠΕ2 και ΠΕ3, προτάθηκε το ακόλουθο Μοντέλο Διαχείρισης Κινδύνων για τις Χώρες των Δυτικών Βαλκανίων:

  • Προσδιορισμός του κινδύνου: αναθεώρηση της ρυθμιστικής πολιτικής, των περιβαλλοντικών ορισμών και των σχεδίων διαχείρισης: μορφωτικό επίπεδο και πρακτική στην εκπαίδευση και κοινωνικοοικονομική αντίληψη των ξενικών ειδών (αποτέλεσμα του ΠΕ1): η συλλογή βιβλιογραφικών δεδομένων και πληροφοριών μέσω της συμμετοχής των εμπλεκομένων μερών στον εντοπισμό των κινδύνων για τους τομείς της υδατοκαλλιέργειας και της αλιείας και την έγκαιρη ανίχνευση των ξενικών ειδών (αποτέλεσμα του ΠΕ2) συνεχίστηκε.
  • Αναλύστε τον κίνδυνο: προκειμένου να συνεχιστεί μια συνεχής ανάλυση του αντίκτυπου του ξενικών ειδών, οι εταίροι προτείνουν την εφαρμογή μιας Εθνικής Στρατηγικής και Σχεδίου Δράσης για τα Χωροκατακτητικά Είδη σε σχέση με τη νομοθεσία της ΕΕ για την παρεμπόδιση της απώλειας της βιοποικιλότητας και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής για τις 3 Χώρες Στόχους των Δυτικών Βαλκανίων (αποτέλεσμα ΠΕ1).
  • Αξιολογήστε ή Κατατάξτε (Προτεραιοποιήστε) τον Κίνδυνο: οι εταίροι δοκίμασαν τη συνδυασμένη χρήση των εργαλείων AS-ISK και MaxEnt προκειμένου να ιεραρχήσουν τον κίνδυνο (δηλαδή να αξιολογήσουν τα ξενικά είδη που επηρεάζουν περισσότερο, …) (αποτέλεσμα του ΠΕ3)
  • Αντιμετωπίστε τον κίνδυνο: προκειμένου να βελτιωθεί η ικανότητα ανταπόκρισης της εταιρικής σχέσης, έχουν εφαρμοστεί προσαρμοσμένα μαθήματα και νέο πρόγραμμα σπουδών ή ενημέρωση των υπαρχόντων (προγραμματισμένο ΠΕ4 και ΠΕ5)
  • Παρακολουθήστε και επανεξετάστε τον κίνδυνο: προτείνει την εφαρμογή ελέγχου σχετικά με την εισαγωγή, την απελευθέρωση και την εγκαθίδρυση ξενικών ειδών. προτείνει τη θέσπιση συνοριακού ελέγχου και βιοασφάλειας για τις 3 χώρες-στόχους των Δυτικών Βαλκανίων και τις γειτονικές Βαλκανικές χώρες.


Ως πρόσθετο αποτέλεσμα, προτείνεται η Επαγγελματική κατάρτιση της «Διαχείρισης Κινδύνου»

 
 

WP6: Monitoring, Evaluation and Quality Plan

The Monitoring, Evaluation and Quality Plan for Riskman is available in English here.

 

WP7: Dissemination and Exploitation Plan

The Dissemination and Exploitation Plan for Riskman is available in English here.